- τερμιόεις
- -εσσα, -εν, Α1. αυτός που φθάνει μέχρι τα τέρματα, ώς τα ακρότατα σημεία (α. «ἀσπις τερμιόεσσα» — ασπίδα που καλύπτει όλο το σώμα, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, Ομ. Ιλ.β. «χιτὼν τερμιόεις» — χιτώνας που σκεπάζει όλο το σώμα, Ομ. Οδ.)2. (το ουδ.) τερμιόεν(κατά τον Ησύχ.) «ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον. πρέπον».[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. τερμ-ιόεις έχει σχηματιστεί, κατά μία άποψη, από το ουσ. τέρμα (πρβλ. τεῖχος: τειχιόεις), βλ. λ. τειχιόεις και -όεις. Κατ' άλλη όμως άποψη, το επίθ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος τέρμιςπούς < ρίζα *ter- «τρυπώ, διαπερνώ» με επίθημα -μι-ς ή -μι-δ-ς- (πρβλ. φῆμις, τράμις). Ο τ. τέρμις, με αρχική σημ. «όριο, πλαίσιο, μπορντούρα», μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή temi «ρείθρο, παρυφή». Επίσης στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται το παράγωγο σε -Fεντ-: temiwete και με οδοντική παρέκταση temidwete. Σύμφωνα με την πρώτη, ωστόσο, άποψη ο τ. τέρμις έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. τερμιόεις].
Dictionary of Greek. 2013.